κορίδιον

κορίδιον
κορίδιον, τὸ (Α)
1. κοριτσάκι
2. πιθ. το φυτό κορίανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόρη, ενώ με τη σημ 2. < κόρι ή < κόριον (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. -ίδ-ιον (πρβλ. μαχαιρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίζιον — κορίζιον, τὸ (Μ) το φυτό κορίανδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού κορίδιον με σημ. «κορίανδρο» ή ίσως και εσφ. γρφ. τού ίδιου] …   Dictionary of Greek

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”